ναυλοχεῖ

ναυλοχεῖ
ναυλοχέω
lie in a harbour
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ναυλοχέω
lie in a harbour
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βλαδιβοστόκ — (Vladivostok).Πόλη (597.000 κάτ. το 2002) και λιμάνι της νοτιοανατολικής Ρωσίας, πρωτεύουσα του Παράκτιου Διαμερίσματος (Primorskiy Kray, 165.900 τ. χλμ., 2.174.400 κάτ.) της ομόσπονδης περιοχής της ρωσικής Άπω Ανατολής, το οποίο επεκτείνεται σε… …   Dictionary of Greek

  • ναυλοχώ — ναυλόχησα (για πλοία), μένω σε λιμάνι, είμαι αραγμένος: Στολιμάνιτου Πειραιά ναυλοχεί μοίρα του πολεμικού ναυτικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”